- πυρομανία
- ηψυχοπάθεια που σπρώχνει τον άρρωστο στον εμπρησμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρομανία — η, Ν ιατρ. ψυχαναγκαστική παρόρμηση που παρωθεί ορισμένα άτομα να προκαλούν πυρκαγιές και έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής γνήσιας ιδεοληψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
πυρομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο μανής] … Dictionary of Greek